- ευκατάπτωτος
- εὐκατάπτωτος, -ον (Α)1. αυτός που καταπίπτει, που καταρρέει εύκολα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐκατάπτωτοντο να καταπίπτει κάτι εύκολα («δεῑξαι αὐτῶν τὸ εὐκατάπτωτον», Ιωάνν. Χρυσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-πτωτος (< κατα-πίπτω), πρβλ. α-κατά-πτωτος].
Dictionary of Greek. 2013.